-
1 συνάχι
το насморк;μ' έπιασε συνάχι — я схватил насморк
-
2 συνάχι
[синахи] ουσ. о. насморк, простуда.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνάχι
-
3 συνάχι
[синахи] ουσ ο насморк, простуда. -
4 nezle
συναχι, ρινίτιδα, καταρροή -
5 насморк
-
6 насморк
-а α.συνάχι•получить насморк παίρνω (αρπάζω) συνάχι.
-
7 насморк
το συνάχιη ρινίτιδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насморк
-
8 насморк
насморкм τό συνάχι, ἡ καταρροή:получить \насморк συναχώνομαι. -
9 получать
получа||тьпесо».1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:^\получать письмо́ λαβαίνω γράμμα· \получать диплом παίρνω δίπλωμα·.\получать важные сведения λαβαίνω σπουδαίες πληροφορίες· \получать первую помощь μοῦ παρέχονται οἱ πρῶτες βοήθειες·2. (зарабатывать) κερδίζω:сколько ты \получатьешь? πόσα κερδίζεις;, πόσα παίρνεις;·3. (добивать, вырабатывать) βγάζω· ◊ \получать на́сморк πιάνω συνάχι, συναχώνομαι· -\получать удовольствие εὐχαριστιέμαι, ἰκανοκοιοῦμαι· \получать· всемирное признание ἀποκτώ παγκόσμια ἀναγνώριση. -
10 сильный
си́льн||ыйприл δυνατός, ἰσχυρός/ ρωμαλέος (т/с. о человеке)/ ἐντονος, (πολυ)μεγάλος (о жаре, холоде, желании и т. п.) ἰσχυρός, σφοδρός (об ударе, атаке):\сильный насморк τό δυνατό συνάχι· \сильный человек ρωμαλέος (или δυνατός) ἀνθρωπος· \сильный запах а) τό δυνατό ἄρωμα (о приятном запахе), б) ἡ δυνατή μυρωδιά (о неприятном запахе)· \сильный яд τό ἰσχυρό δηλητήριο· \сильныйое влияние ἡ δυνατή ἐπιρροή· \сильныйая вражда ἡ μεγάλη ἔχθρα· \сильныйая страсть τό ἐντονο πάθος· \сильныйая боль ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) πόνος· \сильныйые мира сего οἱ ἰσχυροί τής γής. -
11 страшный
страшн||ыйприл1. (устрашающий) φοβερός, τρομερός, τρομακτικός·2. (ужасный, сильный) φοβερός, τρομερός:\страшныйый лгун τρομερός ψεύτης· \страшныйый холод τό φοβερό κρύο· \страшныйый насморк τό φοβερό συνάχι. -
12 схватить
схватитьсов1. см. хватать·2. см. схватывать·3. (болезнь) ἀρπάζω, πιάνω (αρρώστια):\схватить насморк ἀρπάζω συνάχι· \схватить простуду ἀρπάζω κρύο, κρυολογώ· ◊ \схватить смысл συλλαμβάνω τό νόημα \схватиться1. см. хвататься·2. (за что-л.) ἀρπάζομαι, πιάνομαι:\схватиться за́ руки πιάνομαι ἀπό τα χέρια·3. (вступать в драку) ἐρχομαι στά χέρια, πιάνομαι:\схватиться в споре Ερχομαι σέ λογομαχία. -
13 συνάγχη
η см. συνάχι -
14 hay-fever
noun (an illness like a bad cold, caused by the pollen of flowers etc.) αλλεργικό συνάχι -
15 насморк
[νάσμαρκ] ουσ. α. συνάχι, καταρροή -
16 насморк
[νάσμαρκ] ουσ α συνάχι, καταρροή -
17 заполучить
-учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заполученный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) παίρνω, πιάνω•я -ил насморк άρπαξα συνάχι.
|| προμηθεύομαι έγκαιρα. -
18 недолго
επιρ.1. όχι πολύ χρόνο λίγο•он недолго думал αυτός λίγο σκέφτηκε•
недолго продолжался бой λίγο κράτησε η μάχη•
этот больной протянет недолго αυτός ο άρρωστος δε θα τραβήξει πολύ (δε θα ζήσει πολύ).
2. εύκολα•и схватить насморк δε χρειάζεται πολύ για αρπάξεις το συνάχι.
εκφρ.недолго и до греха ή до беды – δεν αργεί το κακό να έρθει. -
19 получить
-лучу, -лучишь, παθ. μτχ. - παρλθ. χρ. полученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω•получить письмо λαβαίνω γράμμα•
получить подарок παίρνω δώρο•
получить зарплату πληρώνομαι το μισθό•. получить повышение παίρνω αύξηση•
получить заказ παίρνω παραγγελία•
получить награду παίρνω βραβείο.
2. εξάγω, βγάζω•получить каменного угля βγάζω πετροκάρβουνο•
получить интересные выводы βγάζω ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
3. αρρωσταίνω, μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω•она -ла насморк αυτή την έπιασε συνάχι ή άρπαξε συполучить νάχι.
4. σε συνδυασμό με μερικά ουσ. στην ελληνική αποδίδεται με ρ. σημασίας απο το ουσ.: получить выговор τιμωρούμαι: получить ранение τραυματίζομαι•получить пользу ωφελούμαι•
получить распространение διαδίδομαι.• получить применение εφαρμόζομαι.
|| αποκτώ•получить хорошее воспитание παίρνω καλή διαπαιδαγώγηση.
|| γίνομαι, καθίσταμαι•получить из-встность γίνομαι γνωστός.
1. παίρνομαι, λαμβάνομαι•-лся ответ ελήφθη απάντηση•
-лось известие ήρθε η είδηση.
2. βγαίνω, προκύπτω• γίνομαι.• снимок -лся хороший η φωτογραφία βγήκε καλή•ничего не -лось δεν έγινε τίποτε.
3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα•что -лось? τι συνέβηκε;
-
20 схватить
-ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω•схватить за руку πιάνω από το χέρι•
схватить за ворот ή за шиворот πιάνω από το γιακά•
схватить за горло πιάνω από το λαιμό•
схватить нож αρπάζω το μαχαίρι•
-ли беглого συνέλαβαν το δραπέτη•
его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός•
схватить болезнь αρπάζω αρρώστια•
схватить насморк αρπάζω συνάχι.
2. περιδένω•схватить платье в талии лн-точкой πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί-τσα.
3. συνδέω, ενώνω, στεργιώνω.4. αμ. σφίγγω, δένω•бетон быстро -ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα.
5. μτφ. κυριεύω, παίρνω•его -ил крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος.
|| μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω.6. καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα•схватить основную мысль πιάνω γρήγορα το βασικό νόημα.
1. πιάνομαι•мы -лись за руки εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι•
мы -лись за ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα.
|| κρατιέμαι•чтобы не упасть, он -лся за железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε από τη σιδεριά.
|| μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώνομαι•он -лся за слово αυτός πιάστηκε από μια λέξη.
2. μάχομαι, αγωνίζομαι• τσακώνομαι• αρπάζομαι•мы -лись в рукопашную εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια•
они -ли.сь драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν).
3. θυμούμαι ξαφνικά.4. σηκώνομαι απότομα, αναπηδώ•он -лся с кровати αυτός σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.
5. σκληρύνομαι, σφίγγω, δένω (για ουσίες).εκφρ.схватить за голову – τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, αποτυχία,.κακό).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνάχι — (Ιατρ.). Φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, ιογενούς αιτιολογίας (ρινοϊοί), μεταδοτική. Η φλεγμονή, εξαιτίας του οιδήματος που προκαλεί στο ρινικό βλεννογόνο, αλλοιώνει βαθιά το ρυθμό της αναπνευστικής λειτουργίας, γιατί δεν επιτρέπει να περνάει… … Dictionary of Greek
συνάχι — το είδος αρρώστιας των αναπνευστικών οργάνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναγχικός — ή, όν Α [συνάγχη] 1. αυτός που έχει προσβληθεί από συναχι, συναχωμένος 2. αυτός που αναφέρεται στο συνάχι … Dictionary of Greek
συναχώνομαι — Ν [συνάχι] προσβάλλομαι από συνάχι … Dictionary of Greek
αγευσία — Η ελάττωση της αίσθησης της γεύσης, που μπορεί να είναι συγγενής ή επίκτητη. Στην τελευταία περίπτωση, οφείλεται σε βλάβη των γευστικών νεύρων ή σε βλάβη της όσφρησης. Η α. είναι συχνά μερική, πολλές φορές όμως και ολοκληρωτική. Την α. προκαλούν… … Dictionary of Greek
γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… … Dictionary of Greek
κατάρροια — κατάρροια, ἡ (Α) 1. η ροή προς τα κάτω 2. το συνάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρροια (< ῥοῖα < ῥέω), πρβλ. διά ρροια, παλί ρροια] … Dictionary of Greek
κατάρρους — ουν (AM κατάρρους, ουν και κατάρροος, οον) [καταρρέω] το αρσ. ως ουσ. ο κατάρρους η καταρροή, το συνάχι μσν. αρχ. 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω ορμητικά («κατάρρους Νεῑλος», Φιλόστρ.) 2. γεμάτος από χειμάρρους αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κατάρρους,… … Dictionary of Greek
καταρροή — η (Α καταρροή) [καταρρέω] νεοελλ. η φλεγμονή τού βλεννογόνου τής μύτης, συνάχι αρχ. η προς τα κάτω ροή … Dictionary of Greek
κατεβασιά — η [κατεβάζω] 1. η ενέργεια τού κατεβάζω 2. άφθονη ροή υδάτων ποταμού ή ρεύματος 3. πολύ δυνατή αιφνίδια βροχή 4. ορμητικός άνεμος 5. καταρροή τής μύτης, συνάχι 6. καταρράκτης τών ματιών 7. κήλη, κατέβασμα 8. κατηφοριά 9. (σε αθλοπαιδιές,… … Dictionary of Greek
κορυζάς — κορυζᾱς, ᾱ, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από δυνατό συνάχι, μυξιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. άς τής λαϊκής αρχαίας γλώσσας (πρβλ. λαχαν άς, φαγ άς)] … Dictionary of Greek